- Μπρίγκελ, Πίτερ
- (Pieter Bruegel, Μπρέντα 1526 ή 1531 - Βρυξέλλες 1569). Αποκαλείται πρεσβύτερος, για να διακρίνεται από έναν από τους γιους του, δευτερεύοντα ζωγράφο. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών. Νεώτατος μαθήτευσε στις Βρυξέλλες κοντά στον Πιέτερ Κουκ βαν Άαλστ. Ύστερα πήγε στην Αμβέρσα όπου παρέμεινε μέχρι το 1551 και έγινε δεκτός ως ζωγράφος στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά δημιουργώντας μια σειρά σχεδίων με την τεχνοτροπία του Μπος για τις χαλκογραφίες του εκδότη Χερόνυμους Κοκ. Η πρώτη περίοδος της δραστηριότητας του Μ. συνδέεται με το σατιρικό και αλληγορικό πνεύμα του 15ου αι. Η σχέση με τον Κουκ βαν Άαλστ και τον Χερόνυμους Κοκ επηρέασαν βαθιά τον Μ.: από τον πρώτο πήρε τους νέους τρόπους απόδοσης του τοπίου, και από τον δεύτερο, ουμανιστή με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για τη φιλοσοφία (κυρίως την ερασμιακή) και τη λογοτεχνία, πήρε τη γνώση του πνευματικού πολιτισμού της εποχής. Το 1552-1553 ο Μ. ταξίδεψε στην Ιταλία φτάνοντας μέχρι τη Νάπολη και τη Σικελία. Μετά την επιστροφή του στην Αμβέρσα εγκατέλειψε την τεχνοτροπία του Μπος και στράφηκε προς την πραγματική ζωή και την ιστορία της χώρας του: στην «Απογραφή της Βηθλεέμ» (Βρυξέλλες, Μουσείο Καλών Τεχνών) και στη «Σφαγή των νηπίων» (Βιέννη, Ιστορικό Μουσείο Τέχνης) σκιαγραφούνται οι περιπέτειες της Φλάνδρας κατά την ισπανική κατοχή και οι θρησκευτικές διαμάχες. Η ζωγραφική του Μ., ακόμα και όταν φαίνεται επεισοδιακή και ανεκδοτική, δεν εγκαταλείπει την πικρή και συχνά παράδοξη ανθρώπινη πραγματικότητα. Ο καλλιτέχνης χειρίζεται τη φύση σαν μεγάλος τοπιογράφος και την αποδίδει συχνά σαν σκηνικό αμέτοχο όπου εκτυλίσσεται η τρελή μοίρα των ανθρώπων («Η πτώση του Ικάρου», Βρυξέλλες, Μουσείο Καλών Τεχνών), ή τα Πάθη του Χριστού («Η πορεία στον Γολγοθά», Βιέννη, Ιστορικό Μουσείο Τέχνης), ή η μεταστροφή ενός αγίου («Η μεταστροφή του Σαούλ», Βιέννη, Ιστορικό Μουσείο Τέχνης)· άλλοτε πάλι το τοπίο γίνεται το θέατρο της βραδείας διαδοχής των μηνών και των εποχών: πότε είναι πλατύ και φωτισμένο από τις μαργαριταρένιες ανταύγειες των αρχών της άνοιξης («Η συλλογή του σανού», Πράγα, Εθνική Πινακοθήκη) ή λάμπει μέσα στον ήλιο και στο χρυσό στάρι («Ο θερισμός», Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης), πότε σκοτεινιάζει από τα μελανά φθινοπωρινά σύννεφα («Η επιστροφή των κοπαδιών», Βιέννη, Ιστορικό Μουσείο Τέχνης) ή γίνεται άσπρο από τα χιόνια που διακόπτουν τα σκοτεινά σκελετώδη δέντρα («Κυνηγοί στα χιόνια», Βιέννη, Ιστορικό Μουσείο Τέχνης). Μετά τον γάμο του με τη Μαρία Κουκ, ο Μ. εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες. Από το 1563 έως το 1569 η τέχνη του φτάνει στην ακμή της. Στην περίοδο αυτή ανήκουν ο «Πύργος της Βαβέλ» και η «Σταύρωση» (Βιέννη, Ιστορικό Μουσείο Τέχνης), οι «Κυνηγοί» και ο «Θερισμός», οι φημισμένες συνθέσεις του με επεισόδια της ζωής των χωρικών, όπως το «Γαμήλιο δείπνο» και «Χορός στο ύπαιθρο» (Βιέννη, Ιστορικό Μουσείο Τέχνης) και τέλος η «Παραβολή των τυφλών» (Νεάπολη, Εθνικό Μουσείο του Καποντιμόντε) του 1568. Σε όλα τα έργα του Μ. είναι φανερό ότι οι λαϊκές παραδόσεις και τα έθιμα του τόπου του δεν αποτελούν μόνο αφηγηματικές συνθέσεις, αλλά και προφάσεις για μια σάτιρα άλλοτε καλοκάγαθη και άλλοτε σκληρή. Ο Μ. χαρακτηρίστηκε εσφαλμένα ζωγράφος εύθυμων και πνευματωδών σκηνών, ενώ απεικονίζει μια πραγματικότητα με βαθύ ανθρωπισμό και σκέψη. Οι χωρικοί είναι ίσως τα πρόσωπα που ο Μ. αποδίδει με τη μεγαλύτερη καλωσύνη, αλλά και αυτοί δεν ξεφεύγουν από τις καταστάσεις στις οποίες επικρατεί πάντοτε το στοιχείο του παράλογου και της τρέλας, όπως στις παλιές παροιμίες τις οποίες αγαπούσε (στα νεανικά του χρόνια ο Μ. είχε δημιουργήσει ένα είδος εικονογραφημένης ανθολογίας των παλιών φλαμανδικών παροιμιών). Ευαίσθητος χρωματιστής και εξαίρετος σχεδιαστής, μπορεί ίσως να χαρακτηριστεί χωρίς να μειωθεί η ιστορική αξία του «ζωγράφος παραβολών». Με την έννοια αυτή, και με την πρόθεσή του να δημιουργήσει μια ζωγραφική ικανή να διαπαιδαγωγήσει με τη βοήθεια της εικόνας, το έργο του Μ. συνδέεται με τους ευρύτερους προσανατολισμούς του τέλους του 16ου αι. που κατέληξαν στις αλληγορίες και στην ποιητική της τέχνης μπαρόκ.
Dictionary of Greek. 2013.